Τύποι κινητικής αναπηρίας

 Εγκεφαλική Παράλυση 

Η Εγκεφαλική Παράλυση (ΕΠ) ανήκει στις νευρολογικές διαταραχές οι οποίες οφείλονται σε βλάβες του Κ.Ν.Σ. Αφορά μια ευρέως γνωστή νευροαναπτυξιακή κατάσταση, “η οποία ξεκινά από την πρώιμη ηλικία και παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου” (Bax Rosenbaum, Leviton, Paneth, 2005). Ο όρος «εγκεφαλική» αναφέρεται στην αιτία της βλάβης, που είναι ο εγκέφαλος, ενώ ο όρος «παράλυση» αναφέρεται στην απώλεια ή τη μείωση της αισθητικότητας και της κινητικότητας. Θεωρείται μια κατάσταση κατά την οποία “υφίσταται κινητική αναπηρία (παράλυση) προκαλούμενη από μία στατική, μη εξελίξιμη βλάβη στον εγκέφαλο” (Miller, 2005). Η Ε.Π. αφορά μόνιμη βλάβη του εγκεφάλου, έχουμε όμως μεταβλητή κλινική εικόνα, καθώς ο εγκέφαλος ωριμάζει και το παιδί αναπτύσσεται. Σύμφωνα με τη διεθνή ταξινόμηση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, στην έκδοση ICD-10 περιγράφει την κατηγορία “Εγκεφαλική παράλυση και άλλα παραλυτικά σύνδρομα” (G80-G83) (World Health Organization, 2004) προτείνοντας για την ΕΠ (G80) ταξινόμηση με βάση τον συγκερασμό δύο 16 βασικών παραμέτρων που αφορούν την τοπογραφία και το νευρομυϊκό έλλειμμα. Η συχνότητα της ΕΠ στο γενικό πληθυσμό υπολογίζεται από 0,1-0,2% (Winter, Autry, Boyle & Yeargin-Allsopp, 2002· Longo & Hankins, 2009). Η ΕΠ θεωρείται μια βαριά αναπηρία, που έχει υψηλές απαιτήσεις σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικές, καθώς και στις οικογένειες των ατόμων με ΕΠ. H αποκατάσταση της ΕΠ εμπλέκει πληθώρα ειδικοτήτων, κυρίως από τον χώρο της ιατρικής φροντίδας (ορθοπεδικοί, φυσίατροι, νευρολόγοι, ΩΡΛ, νοσηλευτές), της φυσιοθεραπείας, εργοθεραπείας, λογοθεραπείας και της παιδαγωγικής. Τα αίτια της ΕΠ οφείλονται σε προγεννητικούς, περιγεννητικούς και μεταγεννητικούς παράγοντες. Τα κινητικά προβλήματα αναμένεται να είναι ορατά κατά τους πρώτους 18 μήνες της ζωής (Bax et al., 2005· Rosenbaum, et al., 2006). Επιπλέον, σε πολλά παιδιά, πριν οι δυσκολίες στην κίνησή τους γίνουν εμφανείς και ταυτοποιηθεί η διαταραχή, έχει ήδη παραστεί ανάγκη για ιατρική φροντίδα σε παράπλευρα θέματα, όπως η σίτιση. Εκτός των ζητημάτων που αφορούν την κινητικότητα μπορεί να συνυπάρχουν και άλλα προβλήματα όπως: νοητικής υστέρησης, αισθητηριακών λειτουργιών (όρασης και ακοής) ομιλίας, διάσπασης προσοχής και ψυχολογικά προβλήματα (King & Stephenson, 2009).

Ανάλογα με το είδος της νευρομυϊκής διαταραχής η ΕΠ χαρακτηρίζεται ως: α) Σπαστική, με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τον αυξημένο μυϊκό τόνο, πράγμα το οποίο κάνει τα μέρη του σώματος να παρουσιάζονται δύσκαμπτα ή ακόμα και άκαμπτα. β) Αθετωσική, που περιλαμβάνει το 10-15% των περιπτώσεων της εγκεφαλικής παράλυσης και χαρακτηρίζεται από ασύγχρονες ακατάστατες οφιοειδείς κινήσεις, όπου το άτομο αδυνατεί να οργανώσει και να εκτελέσει κανονικά εκούσιες κινήσεις. γ) Δυστονική, που σχετίζεται με τις 17 περιπτώσεις κατά τις οποίες επηρεάζονται οι μύες του κορμού πάνω από τα άκρα, με αποτέλεσμα σφιχτή στάση με συστροφή προς τα έσω. δ) Αταξική, με κύριο χαρακτηριστικό τη διαταραχή του συγχρονισμού των κινήσεων και της ισορροπίας, εξαιτίας βλάβης της παρεγκεφαλίδας (Σπετσιώτης-Σταθόπουλος, 2003) και ε) Μικτή μορφή, όπου συνυπάρχει η σπαστικότητα με την αταξία.

Ανάλογα με την περιοχή του σώματος που πλήττεται, η ΕΠ χαρακτηρίζεται ως: α) Διπληγία, με κινητική δυσλειτουργία στα δύο κάτω άκρα. β) Ημιπληγία, με προσβολή μόνο της μίας πλευράς του σώματος, δεξιάς ή αριστερής. γ) Τετραπληγία, με προσβολή και των τεσσάρων άκρων και δ) εξαιρετικά σπάνια, μονοπληγία ή τριπληγία.

Δισχιδής ράχη

Η Δισχιδής ράχη είναι μια εκ γενετής πάθηση, που οφείλεται σε ατελή ανάπτυξη της σπονδυλικής στήλης κατά τις 4 πρώτες εβδομάδες της εμβρυϊκής ζωής. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται ατελές κλείσιμο του οστέινου σπονδυλικού τόξου ενός σπονδύλου από την αυχενική έως την οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης, προκαλώντας νευρολογικές διαταραχές. Κύρια χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης αναπηρίας είναι οι οστικές παραμορφώσεις, οι διαταραχές της στάσης, οι κατακλίσεις, οι μώλωπες, οι ουρολοιμώξεις και η παχυσαρκία.

Τραυματισμοί του νωτιαίου μυελού

Οι Τραυματισμοί του νωτιαίου μυελού, που προκαλούνται από κακώσεις στη σπονδυλική στήλη, δημιουργούν βλάβη στον νωτιαίο μυελό με αποτέλεσμα την απώλεια της κίνησης και της αισθητικότητας από το σημείο της βλάβης και κάτω. Η σοβαρότητα του τραυματισμού εξαρτάται από την θέση και την έκταση της βλάβης που έχει υποστεί ο νωτιαίος μυελός. Η διαταραχή μπορεί να έχει τη μορφή τετραπληγίας όπου είναι επηρεασμένα τα άνω και κάτω άκρα, αλλά και τη μορφή παραπληγίας όπου είναι επηρεασμένα 18 κυρίως τα κάτω άκρα. Κύρια χαρακτηριστικά είναι η σπαστικότητα, οι διαταραχές αισθητικότητας, οι κατακλίσεις, τα προβλήματα θερμορύθμισης, η μυϊκή ατροφία, οι διαταραχές στην ουροδόχο κύστη, η σεξουαλική δυσλειτουργία, η οστεοπόρωση, τα καρδιαγγειακά προβλήματα, οι μυϊκές βραχύνσεις, οι διαταραχές στη στάση του σώματος και τα ψυχολογικά προβλήματα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bax, M., Goldstein, M., Rosenbaum, P., Leviton, A., Paneth, N. (2005). Proposed definition and classification of cerebral palsy, Developmental Medicine & Child Neurology, 47, 571–576.

Miller, (2005). Cerebral Palsy. Wilmington DE: Springer.

Winter, S., Autry, A., Boyle C., & Yeargin-Allsopp M. (2002). Trends in the Prevalence of Cerebral Palsy in a Population-Based Study. Pediatrics, 110, 1220-1225. 





Αφήστε μια απάντηση