ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

 

 

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ

 

Αποστόλης Δεμερτζής, Συνοδός Βουνού

 

 

 

Εισαγωγή

 

Οι γνώσεις σωστού προσανατολισμού, είτε εμπειρικού είτε επιστημονικού, είναι ένα στοιχείο απολύτως αναγκαίο εφόσον κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με δραστηριότητες στο βουνό και γενικότερα στη φύση.

Το κλειδί για τον καλό προσανατολισμό είναι η σωστή ανάγνωση του χάρτη και η προσεκτική χρήση της πυξίδας, χάρη στα οποία μπορεί κάποιος να σχεδιάσει με ακρίβεια μία διαδρομή και στη συνέχεια να την ακολουθήσει για να φτάσει στον προορισμό του, ή να εντοπίσει με ακρίβεια την θέση του και να βγει από μία τυχόν δύσκολη κατάσταση.

Και φυσικά είναι απαραίτητο, πρώτα κάποιος να αποκτήσει πλήρη εμπιστοσύνη στις γνώσεις και τις ικανότητές του γύρο από τον προσανατολισμό, και στη συνέχεια να αναλάβει την οποιαδήποτε ευθύνη να οδηγήσει ομάδες ανθρώπων στο βουνό.

Τα ελληνικά βουνά μπορεί να μην κρύβουν το μέγεθος των κινδύνων που κρύβουν τα βουνά των Άλπεων ή των Ιμαλαΐων, όμως τόσα και τόσα έχουν συμβεί αποδεικνύοντας πως αν δεν έχουμε την κατάλληλη εκπαίδευση και δεν αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις με σοβαρότητα, όλα είναι πιθανό να συμβούν.

Σταδιακά, ο προσανατολισμός έχει αναχθεί σε μία ολοκληρωμένη και απαιτητική δραστηριότητα, τόσο που ολόκληρα προγράμματα υπαίθριας αναψυχής να στηρίζονται πάνω σε αυτόν.

 

Α. ΧΑΡΤΗΣ

 

Χάρτης είναι μια μορφή απεικόνισης του εδάφους υπό κλίμακα.  Αυτή η απεικόνιση μας δείχνει την προβολή όλων των στοιχείων του εδάφους (ποτάμια, δρόμους, βουνά κλπ) πάνω σε ένα φύλο χαρτιού. Περιέχει συνήθως περισσότερα στοιχεία από μία αντίστοιχη αεροφωτογραφία, καθώς έχει και ένα πλήθος κωδικοποιημένων πληροφοριών οι οποίες αναπαριστούν με αρκετή ακρίβεια το ανάγλυφο του εδάφους (π.χ. ισοϋψείς καμπύλες). Παίρνουμε βέβαια υπόψη μας την χρονιά της τελευταίας ενημέρωσής του, γιατί είναι πιθανό να συναντήσουμε κάποιον καινούργιο δρόμο ή ένα κτήριο που δεν υπάρχει σημειωμένο στον χάρτη που έχουμε στα χέρια μας. Σε μια τέτοια περίπτωση ενημερώνουμε μόνοι μας τον χάρτη για την επόμενη χρήση του.

Οι χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού είναι οι καλύτεροι και οι πιο ακριβείς που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα.

Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν χάρτη είναι τα παρακάτω:

 

Α.1. Κλίμακα

Πρόκειται για έναν αριθμό ο οποίος μας δείχνει πόσο έχει σμικρυνθεί η απεικόνιση του εδάφους, ώστε να χωρέσει πάνω σε ένα φύλο χαρτιού. Η διαφορετικά, πόσες φορές μεγαλύτερες είναι οι πραγματικές διαστάσεις του εδάφους από αυτό που δείχνει ο χάρτης. Για παράδειγμα ένας χάρτης με κλίμακα 1:50.000 σημαίνει πως ένα εκατοστό του μέτρου στον χάρτη αντιστοιχεί σε 50.000 εκατοστά στο πραγματικό έδαφος (1 εκ = 50.000 εκ ή 500 μέτρα)

Οι καταλληλότερες κλίμακες για χρήση στο βουνό είναι δύο:

α) 1:50.000 (1 χλμ = 2 εκ.) : Κατάλληλος για εύκολες αναβάσεις.

β) 1:25.000 (1 χλμ = 4 εκ.) : Σχεδιασμένος ειδικά για την ορειβασία. Ιδιαίτερα χρήσιμος όταν απαιτείται μεγαλύτερη ακρίβεια και περισσότερες λεπτομέρειες.

 

Α.2. Ισοϋψείς καμπύλες

Είναι οι καμπύλες εκείνες που μας δείχνουν παραστατικά επάνω στον χάρτη, την μορφολογία του εδάφους. Κάθε μία ισοϋψή ακολουθεί ένα σύνολο σημείων πάνω σε μία πλαγιά τα οποία έχουν όλα ακριβώς το ίδιο ύψος από την επιφάνεια της θάλασσας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για το σχήμα που θα έπαιρνε κάθε φορά ένα βουνό (κοιτάζοντάς το από επάνω) αν το κόβαμε σε διάφορα υψόμετρα οριζόντια με ένα μαχαίρι. Εύκολα κατανοούμε λοιπόν έτσι πως όσο πλησιάζουμε προς την κορυφή του βουνού τόσο μικρότερη καμπύλη μας δίνει κάθε τέτοιο “κόψιμο”.

Σε χάρτη κλίμακας 1:50.000 κάθε 5 τέτοιες γραμμές η ένδειξη συνήθως είναι πιο έντονη ώστε να μπορούμε να υπολογίζουμε γρηγορότερα μία υψομετρική διαφορά. Το υψόμετρο στο οποίο αντιστοιχούν αυτές οι γραμμές είναι συνήθως σημειωμένο επάνω στον χάρτη.

Όσο πιο πυκνές είναι οι ισοϋψείς τόσο πιο απότομη είναι η πλαγιά που αναπαριστούν και το αντίστροφο.

 

Α.3. Ισοδιάσταση

Ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να γνωρίζουμε σε έναν χάρτη με ισοϋψείς καμπύλες είναι πόση υψομετρική διαφορά έχει η μία από την άλλη. Το στοιχείο αυτό ονομάζεται ισοδιάσταση και για τους τυπικούς χάρτες της ΓΥΣ με κλίμακα 1:50.000, αντιστοιχεί σε 20 μέτρα ενώ οι ισοϋψείς κάθε 100 μέτρα είναι πιο έντονες.

Βέβαια ένας χάρτης προορισμένος για χρήση σε πεζοπορία ή ορειβασία το ιδανικό θα ήταν εάν είχε ισοϋψείς ανά 10μ. (και πιο έντονα αποτυπωμένα κάθε 50μ.)

 

Α.4. Βορράς

Απολύτως απαραίτητο επίσης στοιχείο ενός χάρτη είναι μία ένδειξη που θα μας δείχνει τον βορρά. Όταν δεν υπάρχει καμία ένδειξη, τότε εννοείται πως ο βορράς βρίσκεται προς το επάνω μέρος του χάρτη. Έχουμε βέβαια υπόψη μας πως υπάρχει μία απόκλιση μεταξύ του γεωγραφικού και του μαγνητικού βορρά, το μέγεθος της οποίας είναι σημειωμένο επάνω σε ορισμένους χάρτες. Πρέπει όμως να παίρνουμε υπόψη μας πως αυτή η απόκλιση αλλάζει χρόνο με τον χρόνο και για αυτό προσέχουμε και την χρονιά έκδοσης του χάρτη για να είμαστε έτοιμοι για πιθανόν ακόμη μεγαλύτερη απόκλιση την στιγμή της χρήσης του.

Το να γνωρίζουμε με απόλυτη ακρίβεια τον μαγνητικό βορρά μας είναι πολύ χρήσιμο, ειδικά όταν θέλουμε να προσανατολίσουμε τον χάρτη με απόλυτη ακρίβεια.

 

 

 

Α.5. Συντεταγμένες

Είναι ένα πλέγμα παράλληλων γραμμών, οριζόντιων (παράλληλοι) και καθέτων (μεσημβρινοί) οι οποίες στα όρια του χάρτη έχουν ενδείξεις που μας δείχνουν το γεωγραφικό πλάτος (latitude) ή μήκος (longitude) που αντιστοιχεί στην κάθε μία από αυτές.

Οι παράλληλοι μας δείχνουν το γεωγραφικό πλάτος ή διαφορετικά την απόσταση ενός σημείου από τον ισημερινό. Μετράτε σε μοίρες με υποδιαιρέσεις σε πρώτα και δεύτερα λεπτά. Αντιστοιχεί δε σε ένα τόξο που το κέντρο του βρίσκεται στο κέντρο της γης και η μία του πλευρά περνάει από τον ισημερινό. Στον ισημερινό βρίσκεται το σημείο ‘‘μηδέν’’ (00) και στους πόλους, είτε βόρειο, είτε νότιο, το ‘‘ενενήντα’’ (900). Έτσι μία ένδειξη ενός σημείου με γεωγραφικό πλάτος (βόρειο ή νότιο) 30015’10’’ αντιστοιχεί σε μία γωνία 30015’10’’ σε σχέση με τον ισημερινό. Στους πόλους βρίσκεται και η μέγιστη ένδειξη, είτε 900Β (βόρειο γεωγραφικό πλάτος), είτε 900Ν (νότιο γεωγραφικό πλάτος).

Οι μεσημβρινοί μας δείχνουν το γεωγραφικό μήκος ή διαφορετικά την απόσταση ενός σημείου από τον μεσημβρινό του Γκρήνουιτς (Greenwich = προάστιο του Λονδίνου το οποίο ορίστηκε ως το σημείο μηδέν), ο οποίος είναι μία γραμμή που ενώνει τους δύο πόλους και περνάει από το Γκρήνουιτς. Μετράτε και αυτό σε μοίρες με υποδιαιρέσεις πρώτα και δεύτερα λεπτά και δείχνει ένα τόξο που ξεκινάει από τον κέντρο της γης και η μία του πλευρά περνάει από τον μεσημβρινό του Γκρήνουιτς.

Η μέγιστη ένδειξη ενός γεωγραφικού μήκους φτάνει τις 1800E ή  1800W.

Οι μεσημβρινοί έχουν την μέγιστη απόσταση μεταξύ τους στον ισημερινό και στους πόλους ενώνονται. Έτσι σε κάποιον καλόν χάρτη θα πρέπει να συγκλίνουν προς το επάνω ή κάτω μέρος του χάρτη, όταν αυτός απεικονίζει περιοχή του βόρειου ή νότιου ημισφαιρίου αντίστοιχα.

Οι παράλληλοι και οι μεσημβρινοί μας είναι πολύ χρήσιμοι στον προσανατολισμό όταν γνωρίζουμε κάποιο στίγμα και θέλουμε να το εντοπίσουμε επάνω στον χάρτη ή όταν χρησιμοποιούμε GPS και θέλουμε να βρούμε σε ποιο ακριβώς σημείο του χάρτη βρισκόμαστε. Βοηθούν επίσης πολύ και στον ακριβή προσανατολισμό του χάρτη.

 

Α.6. Υπόμνημα

Πρόκειται για έναν πίνακα που βρίσκεται σε μια άκρη του χάρτη και μας δείχνει με ποιο τρόπο απεικονίζονται τα διάφορα χαρακτηριστικά στοιχεία του εδάφους (δρόμοι, σπίτια, σπήλαια, ποταμοί, δασοκάλυψη κλπ). Η κωδικοποίηση αυτή διαφέρει από χάρτη σε χάρτη και καλό θα είναι να μελετήσουμε καλά αυτόν που έχουμε πριν την πραγματική του χρήση, ώστε να μάθουμε ακριβώς τι σημαίνει το κάθε σύμβολο. Φανταστείτε την εικόνα να βρισκόμαστε στη μέση μιας καταιγίδας και να προσπαθούμε να μαντέψουμε τι σημαίνει το τάδε σύμβολο.

Σημαντικό επίσης είναι να γνωρίζουμε ότι τα σύμβολα αυτά έχουν σταθερό μέγεθος και δεν είναι περασμένα υπό κλίμακα επάνω στο χάρτη.

 

 

Β. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ

 

Μία από τις πιο δύσκολες διαδικασίες κατά την ανάγνωση ενός χάρτη, είναι η ευχέρειά μας στο να αναγνωρίζουμε το ανάγλυφο του εδάφους μελετώντας μόνο τις ισοϋψείς καμπύλες. Είναι εξαιρετικά χρήσιμο να έχουμε αυτή την ευχέρεια, για να μπορούμε να παίρνουμε γρήγορες και σωστές αποφάσεις. Αυτό το κατακτούμε μελετώντας πάντα πολύ προσεκτικά, τόσο μία διαδρομή την οποία πρόκειται να ακολουθήσουμε, όσο και μία διαδρομή την οποία μόλις τελειώσαμε.

 

Βασικά στοιχεία αναγνώρισης του ανάγλυφου / παραστατική απεικόνιση

 

1. Κορυφή. Αναγνωρίζεται από ένα σύνολο με κλειστές ισοϋψείς καμπύλες, η μία μέσα στην άλλη. Συνήθως κάπου μέσα στην εσωτερική μικρότερη καμπύλη είναι σημειωμένη και η ακριβής θέση της κορυφής με την ένδειξη “Χ” ή “Δ” και δίπλα το υψόμετρό της.

 

2. Διάσελο. Αναγνωρίζεται από δύο ομάδες κλειστών ισοϋψών, όπως στην πρώτη περίπτωση, που με τη σειρά τους περικλείονται από ευρύτερες ισοϋψείς, οι οποίες συνήθως στενεύουν μεταξύ των κορυφών. Το διάσελο βρίσκετε ακριβώς στο σημείο όπου οι ισοϋψείς στενεύουν στο μέγιστο.
3. Κυρτή πλαγιά. Είναι αυτή στην οποία οι ισοϋψείς όσο χαμηλώνουμε σε υψόμετρο, τόσο πυκνώνουν. Είναι μία πλαγιά στην οποία ανεβαίνοντας δεν θα έχουμε θέα της κορυφής.

 

 

 

4. Κοίλη πλαγιά. Αντιθέτως εδώ οι ισοϋψείς πυκνώνουν όσο ανεβαίνουμε ψηλότερα. Μας προσφέρει καλή άποψη όλης της διαδρομής μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

5. Απότομη πλαγιά. Όπου οι ισοϋψείς είναι πολύ πυκνές σημαίνει πως έχουμε μεγάλη κλίση στην πλαγιά, η οποία ενδεχομένως να είναι δύσβατη για τον λόγο αυτό.

 

 

 

6. Βραχώδης ορθοπλαγιά. Συνήθως αν μία απότομη πλαγιά έχει βράχια που να την διακόπτουν, τότε αυτά είναι σημειωμένα επάνω στον χάρτη.

 

 

 

 

7. Δολίνη. Έχουμε κι εδώ κλειστές ομόκεντρες ισοϋψείς μόνο που για να υποδηλώσουν το κοίλο του εδάφους έχουν στο εσωτερικό τους μικρές κάθετες γραμμές οι οποίες μας δείχνουν την πορεία των νερών.

 

 

8. Κορυφογραμμή. Απεικονίζεται με στενόμακρες κλειστές ισοϋψείς, οι οποίες περικλείουν και τις ισοϋψείς των κορυφών.

 

 

 

 

9. Ρέμα. Πρόκειται για ισοϋψείς καμπύλες σε σχήμα “V”  ή “Λ”. Oι εξωτερικές ισοϋψείς αντιστοιχούν σε μεγαλύτερο υψόμετρο από ότι οι εσωτερικές. Πιθανόν ακόμη να είναι σημειωμένη η ροή του νερού (μόνιμη ή παροδική), στο σημείο της απότομης αλλαγής κλίσης των ισοϋψών.  

 

10. Κόψη. Ίδια περίπτωση με την παραπάνω μόνο που εδώ οι εξωτερικές καμπύλες έχουν μικρότερο υψόμετρο από τις εσωτερικές.

 

 

Γ. ΠΥΞΙΔΑ

 

Η πυξίδα είναι ένα όργανο το οποίο διαθέτει μία μαγνητική βελόνα η οποία μπορεί και περιστρέφεται ελεύθερα δείχνοντας την κάθε στιγμή την κατεύθυνση του βορρά. Υπάρχουν πολλά είδη πυξίδων όμως αυτές που μας ενδιαφέρουν εμάς είναι οι ορειβατικές πυξίδες.

Αποτελείται από τα εξής μέρη:

  1. Διαφανής ορθογώνια βάση με χαραγμένα επάνω υποδεκάμετρο και βέλη κατεύθυνσης (πορείας).
  2. Περιστρεφόμενη στρογγυλή πλακέτα με χαραγμένο εσωτερικά ένα βέλος και περιμετρικά μοιρογνωμόνιο 360 μοιρών.
  3. Μαγνητική βελόνα (με μπλε ή κόκκινο χρώμα στην κατεύθυνση του Βορρά).

Τα τυχόν έξτρα αξεσουάρ δεν μας είναι απαραίτητα.

 

Γ.1. Λειτουργία / χρήση μαγνητικής πυξίδας

  1. Έχουμε υπόψη μας ότι κοντά σε μεταλλικές κατασκευές ή ηλεκτροφόρα σύρματα μπορεί να παρατηρήσουμε σημαντικές αποκλίσεις στις ενδείξεις. Το ίδιο αν δουλεύουμε με τον χάρτη πάνω σε ένα μεταλλικό τραπέζι ή αν κοντά υπάρχουν μεταλλικά σκεύη.
  2. Κρατάμε την πυξίδα σε οριζόντια θέση όταν τη χρησιμοποιούμε, είτε πάνω σε χάρτη είτε στο πεδίο, ώστε η βελόνα να περιστρέφεται ελεύθερα.
  3. Διαφορές (αυξομειώσεις) στην θερμοκρασία ή στην ατμοσφαιρική πίεση μπορεί να δημιουργήσουν φυσαλίδες στο υγρό όπου περιστρέφεται η βελόνα, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την λειτουργία της. Μόλις επανέλθουν οι συνθήκες, θα εξαφανιστούν.
  4. Όταν η βελόνα δεν είναι μέσα σε υγρό, τότε έχει ένα σύστημα κλειδώματος για να την μπλοκάρει κατά την μεταφορά ή όταν δεν χρησιμοποιείται.
  5. Η χρήση της πυξίδας δεν είναι ο μόνος τρόπος προκειμένου να ακολουθήσουμε μία διαδρομή ή να βγούμε από μία δύσκολη κατάσταση. Αν ο χάρτης μας είναι καλός και τον αισθανόμαστε αρκετό, τότε τον ακολουθούμε και χρησιμοποιούμε την πυξίδα μόνο για επιβεβαίωση την πορείας μας.
  6. Στοχεύουμε με την πυξίδα μας πάντα προς διακεκριμένα σημεία (κορυφές, διασταυρώσεις δρόμων ή ποταμών, κτήρια, ξωκλήσια, πηγές κλπ).
  7. Ακολουθώντας μία πορεία, προσπαθούμε να κρατιόμαστε όσο το δυνατόν στην ευθεία χωρίς όμως να παραβιάζουμε την κοινή λογική κάθε ορειβάτη: δεν είναι π.χ. ανάγκη να πηγαίνουμε κοντά σε γκρεμούς ή να περάσουμε μέσα από μια λίμνη!
  8. Για να αποφεύγονται τα λάθη, κάποια μέλη του γκρουπ θα πρέπει να επαληθεύουν τις μετρήσεις μας.
  9. Εξασκούμαστε με τις μοίρες σε ασφαλές πεδίο με τρεις τρόπους:

α) χρησιμοποιώντας εμφανή σημάδια και υπολογίζοντας το αζιμούθιο.

β) παίζοντας με κάποιον φίλο μας χρησιμοποιώντας ως σημάδι ο ένας τον άλλον.

γ) κοιτώντας την πυξίδα μας κάθε τόσο.

 

Γ.2. Αζιμούθιο

Το αζιμούθιο είναι μία από τις πλέον απαραίτητες έννοιες η οποία πρέπει να γίνει απολύτως κατανοητή σε κάποιον ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την πυξίδα του.

Είναι ένα νούμερο το οποίο μας δείχνει, την δεξιόστροφη γωνία που σχηματίζει ο στόχος μας, σε σχέση με τον βορρά. Μετριέται δε σε μοίρες και η κλίμακα μέτρησης του αζιμούθιου κυμαίνεται μεταξύ 00 και 3600.

Δ. ΧΑΡΑΞΗ ΠΟΡΕΙΑΣ

 

Η προετοιμασία μιας πορείας που πρόκειται να ακολουθήσουμε, ειδικά μάλιστα στην περίπτωση στην οποία δεν γνωρίζουμε το πεδίο στο οποίο θα κινηθούμε, κάνει στη συνέχεια την διαδρομή μας πολύ πιο εύκολη και ασφαλής ακόμη και αν βρεθούμε μέσα σε ομίχλη ή νυχτώσουμε. Η προετοιμασία αυτή είναι καλό να γίνεται από όλη την ομάδα, ώστε ο καθένας να γνωρίζει την διαδικασία και τον κάθε προβληματισμό που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της χάραξης.

Η ενέργεια αυτή απαιτεί τις παρακάτω διαδικασίες:

 

  1. Προσανατολίζουμε τον χάρτη.
  2. Εντοπίζουμε διάφορα χαρακτηριστική σημεία επάνω στον χάρτη, κατά μήκος της διαδρομής που θα κινηθούμε και επιμερίζουμε την διαδρομή μας σε μικρότερα τμήματα.
  3. Φτιάχνουμε έναν πίνακα με όλα τα απαραίτητα στοιχεία της διαδρομής (αζιμούθια, χρόνοι, αποστάσεις, κλπ) περιγράφοντας αναλυτικά το κάθε τμήμα της.

 

Δ.2. Προσανατολίζοντας τον χάρτη

Ο προσανατολισμός του χάρτη είναι απαραίτητη προϋπόθεση πριν αρχίσουμε την οποιαδήποτε ενέργειά μας επάνω σ’ αυτόν.

Για να προσανατολίσουμε τον χάρτη, ακολουθούμε την παρακάτω διαδικασία:

  1. Επιλέγουμε μία οριζόντια επιφάνεια απαλλαγμένη από μεταλλικά αντικείμενα.
  2. Φέρνουμε το βέλος που είναι χαραγμένο στο εσωτερικό της στρογγυλής πλακέτας της πυξίδας (ή μία από τις παράλληλες γραμμές που έχει δεξιά - αριστερά από αυτό το βέλος), να εφάπτεται με μία από τις κάθετες γραμμές (μεσημβρινούς) του χάρτη.
  3. Περιστρέφουμε στη συνέχεια όλο το σύστημα χωρίς να μετακινηθεί η πυξίδα μέχρι που να παραλληλιστεί με την κατεύθυνση της μαγνητικής βελόνας. Το χρωματιστό άκρο της βελόνας πρέπει να δείχνει τον βορρά του χάρτη.
  4. Στερεώνουμε τον χάρτη με κάποια ταινία ή άλλο τρόπο για να μην κινδυνεύει να μετακινηθεί την ώρα που δουλεύουμε επάνω του.

Σημείωση 1: φροντίζουμε πάντα η πυξίδα μας να βρίσκεται σε οριζόντια θέση.

Σημείωση 2: Για μέγιστη δυνατή ακρίβεια στους υπολογισμούς προσανατολίζουμε τον χάρτη προς τον μαγνητικό βορρά, αν αυτός είναι σημειωμένος

 

Δ.3. Πίνακας στοιχείων πορείας

Πρόκειται για έναν εύχρηστο πίνακα πάνω στον οποίο περνάμε όλες μας της μετρήσεις επί του χάρτου και όλους τους υπολογισμούς χρόνων και αποστάσεων. Είναι μία προεργασία η οποία στην ιδανική περίπτωση κατά την οποία είναι άψογη και εφαρμοστεί επίσης άψογα, μπορεί να μας οδηγήσει στον προορισμό μας χρησιμοποιώντας μόνο μία πυξίδα ακόμη και σε συνθήκες περιορισμένης ορατότητας.

Ο πίνακας αυτός έχει την παρακάτω γενική μορφή:

 

 

Από

 

Προς

Αζιμού-θιο Από-σταση Υψομ.

Διαφ.

Είδος εδάφους Εκτιμώμενος xρόνος Πραγματικός χρόνος
(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7) (8)
 

 

(1) και (2) Από - Προς: Χωρίζουμε την διαδρομή μας σε μικρότερα τμήματα που ορίζονται από διάφορα χαρακτηριστικά στοιχεία σημειωμένα επάνω στον χάρτη, τα οποία μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε στο πεδίο. Περιγράφουμε το σημείο εκκίνησης και το σημείο προορισμού του κάθε τμήματος με σαφήνεια πχ Καταφύγιο - “Βρύση του Παππού” και “Βρύση του Παππού” - διάσελο Τούρλας κλπ

 

(3) Αζιμούθιο: Σημειώνουμε το αζιμούθιο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να φτάσουμε από το πρώτο σημείο στο δεύτερο.

Αυτό το βρίσκουμε ως εξής: Βάζουμε την πυξίδα μας επάνω στον χάρτη έτσι ώστε η πλαϊνή κόψη της να ενώνει τα δύο σημεία της εκκίνησης και του προορισμού, με το βέλος κατεύθυνσης να δείχνει προς το δεύτερο. (Σημ. ο χάρτης είναι απαραίτητα προσανατολισμένος σωστά). Περιστρέφουμε την στρογγυλή πλακέτα μέχρι που το βέλος που έχει χαραγμένο στο κάτω μέρος της στρογγυλής πλακέτας να συμπέσει ακριβώς με την μαγνητική βελόνα (σημ. ελέγχουμε την σύμπτωση κοιτάζοντας την πυξίδα μας κατακόρυφα από πάνω). Διαβάζουμε το αζιμούθιο που μας δείχνει ο δείκτης στην περίμετρο της στρογγυλής πλακέτας με την διαβάθμιση των μοιρών.

 

(4) Απόσταση (οριζόντια): Υπολογίζουμε την απόσταση χρησιμοποιώντας το υπο-δεκάμετρο της πυξίδας μας (πχ για 2 εκ του χάρτη έχουμε μία απόσταση 1.000 μ, σε χάρτη με κλίμακα 1:50.000). Σε περίπτωση που η διαδρομή μας δεν ακολουθεί ευθεία γραμμή αλλά έναν δρόμο για παράδειγμα ή ένα ρυάκι, τότε κάνουμε το εξής: παίρνουμε ένα φύλο χαρτιού και ευθυγραμμίζουμε την άκρη του με το τμήμα της διαδρομής μέχρι την πρώτη στροφή. Σημειώνουμε με δύο γραμμούλες την αρχή και το τέλος του. Γυρίζουμε το χαρτί ευθυγραμμίζοντας το με το επόμενο τμήμα αρχίζοντας την μέτρηση από την δεύτερη γραμμούλα και σημειώνουμε την επόμενη. Συνεχίζουμε έτσι μέχρι να φτάσουμε στο στόχο μας. Μετράμε το συνολικό μήκος και υπολογίζουμε την απόσταση.

 

(5) Υψομετρική διαφορά: Την υπολογίζουμε μετρώντας πόσες ισοϋψείς καμπύλες μεσολαβούν μεταξύ των δύο σημείων και πολλαπλασιάζοντάς τες με την ισοδιάσταση του χάρτη. Για παράδειγμα 8 ισοϋψείς Χ 20μ ισοδιάσταση = 160 μέτρα. Στο νούμερο αυτό προσθέτουμε κάποια επιπλέον εκτιμούμενα μέτρα υψομετρικής όταν ο προορισμός μας βρίσκετε μεταξύ δύο ισοϋψών. Το νούμερο αυτό μπορεί να είναι θετικό (όταν πρόκειται για ανάβαση) ή αρνητικό (όταν πρόκειται για κατάβαση).

Προσοχή. Αν η διαδρομή ανεβοκατεβαίνει σε κάποιες πλαγιές, τότε προσθέτουμε τις επιμέρους υψομετρικές διαφορές της κάθε ανάβασης ή κατάβασης και τις σημειώνουμε και αναλυτικά και σε σύνολο (πχ +50μ, - 80μ, + 130μ, -200μ, +100μ, -30μ σύνολο +280μ,-310μ)

 

(6) Είδος εδάφους: Σημειώνουμε την εκτίμηση που κάνουμε με βάση όσα στοιχεία μας δίνει ο χάρτης (πχ ομαλή πλαγιά με δάσος, ή βραχώδεις κορυφογραμμή, ή επίπεδα λιβάδια, ή απότομη κατηφόρα κλπ).

 

(7) Εκτιμώμενος χρόνος: Χρησιμοποιούμε τον “κανόνα του Νάισμιθ” (Naismith’s Rule) που μας βοηθάει να υπολογίζουμε κατά προσέγγιση την διάρκεια μιας πορείας. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν σε 1 ώρα διανύουμε 5 χλμ. (ή 12 λεπτά ανά χλμ.) οριζόντιας απόστασης. Στον χρόνο αυτό προσθέτουμε 1/2 ώρα για κάθε 300 μέτρα ανάβαση (ή 1 λεπτό για κάθε 10 μ. ανάβαση). Αν όμως έχουμε κατηφόρα και είναι εύκολη, αφαιρούμε 10 λεπτά για κάθε 300 μέτρα κατάβαση. Για μέτριας δυσκολίας κατηφόρα δεν προσθαφαιρούμε  τίποτα ενώ για δύσκολη κατηφόρα, προσθέτουμε 10 λεπτά ανά 300 μέτρα κατάβασης.

Στην πράξη, αυτό είναι μάλλον γρήγορο, και γι’ αυτό για ένα μεγάλο γκρουπ φορτωμένο με βαριά σακίδια, αυτοί οι χρόνοι θα πρέπει να αυξηθούν, ίσως μάλιστα να διπλασιαστούν. Σε καμιά περίπτωση δύο γκρουπ δεν θα κάνουν τον ίδιο χρόνο, οπότε ο “κανόνας” απαιτεί διαφοροποίηση κατά περίπτωση. Ο “κανόνας” αυτός θα αποτελέσει απλώς έναν γνώμονα, από κει κι έπειτα θα πρέπει να παρακολουθούμε το βήμα μας διαρκώς και να χρονομετράμε συνεχώς (χρήσιμο θα ήταν αν έχουμε για το σκοπό αυτό ένα χρονόμετρο ακριβείας). Επίσης τον πραγματικό χρόνο επηρεάζουν το είδος του εδάφους, η σύνθεση της ομάδας, η κούραση, κλπ.

 

(8) Πραγματικός χρόνος: Αφήνουμε αυτή τη στήλη κενή και την συμπληρώνουμε στη διάρκεια της πορείας μας με τον χρόνο που κάνουμε πραγματικά για να διανύσουμε την απόσταση. Αυτό μας βοηθάει στη συνέχεια για να διορθώσουμε τον εκτιμούμενο χρόνο ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες που ισχύουν στη συγκεκριμένη ομάδα και στιγμή.

 

Ε. ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΠΟΡΕΙΑ

 

Έχοντας φτιάξει πλέον τον πίνακα, έχουμε στη διάθεσή μας εύκολες πληροφορίες που μπορούν να μας οδηγήσουν με ασφάλεια.

Χρειάζεται όμως πολύ προσοχή για να τις ακολουθήσουμε με μεγάλη ακρίβεια, γιατί ακόμη κι ένα μικρό λάθος, μπορεί να μας οδηγήσει έξω από την πορεία μας με συνέπεια να κινδυνεύουμε να χαθούμε.

 

 Βασικές ενέργειες

 

  1. Ακολουθούμε τον πίνακα με τα στοιχεία της διαδρομής μας χρησιμοποιώντας την ίδια πυξίδα με την οποία έγινε η χάραξη της διαδρομής.
  2. Ελέγχουμε συνέχεια τον χάρτη μας για να επιβεβαιώνουμε πως ακολουθούμε τη σωστή πορεία και για να κατανοούμε καλύτερα το ανάγλυφό του, συγκρίνοντάς το με αυτό που υπολογίζαμε πως θα συναντήσουμε.
  3. Παρατηρούμε συνέχεια γύρω μας κάθε χαρακτηριστικό σημείο του εδάφους, το οποίο θα μας ήταν πιθανά χρήσιμο σε μία περίπτωση που χαθούμε.

 

Σημείωση: Προσανατολίζουμε πάντα τον χάρτη κρατώντας τον οριζόντιο πριν από κάθε χρήση.

 

Θα περιγράψουμε εδώ πως ακολουθούμε τα στοιχεία που έχουμε σημειωμένα στον πίνακα που φτιάξαμε:

 

 

Από

 

Προς

Αζιμού-θιο Από-σταση Υψομ.

Διαφ.

Είδος εδάφους Εκτιμώμενος xρόνος Πραγματικός χρόνος
(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7) (8)
 

 

 

 

 

 

(3) Αζιμούθιο.  Για να ακολουθήσουμε μία διαδρομή όταν γνωρίζουμε το αζιμούθιο ακολουθούμε την παρακάτω διαδικασία.

  1. Βάζουμε την ένδειξη του αζιμούθιου επάνω στην πυξίδα.
  2. Περιστρεφόμαστε κρατώντας μπροστά μας την πυξίδα μέχρι που να ταυτιστεί η μαγνητική βελόνα της με το εσωτερικό βέλος στην στρογγυλή περιστρεφόμενη πλακέτα.
  3. Η ζητούμενη κατεύθυνση είναι αυτή που μας δείχνει το βέλος κατεύθυνσης.

 

Σημείωση: Χρησιμοποιούμε την ίδια πυξίδα με την οποία έγινε η χάραξη της πορείας.

 

Προσοχή όταν προσπαθούμε να ακολουθήσουμε κάποιο αζιμούθιο σε δύσβατο πεδίο ή σε συνθήκες έλλειψης ορατότητας. Επειδή το ένα μας πόδι είναι περισσότερο γυμνασμένο (συνήθως το δεξί), κάνει λίγο μεγαλύτερο βήμα από το αριστερό, με αποτέλεσμα να έχουμε μία διαρκώς προστιθέμενη παράλληλη μετατόπιση, η οποία αν δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να μας οδηγήσει αρκετά έξω από τον στόχο μας με συνέπεια να μην τον εντοπίσουμε ποτέ.

Από την άλλη, σε ένα δύσβατο πεδίο, είναι ενδεχόμενο να προσπαθήσουμε να παρακάμψουμε κάποιο εμπόδιο και αν αυτό δεν το πάρουμε υπόψη μας να μην επανέλθουμε ποτέ στην σωστή μας πορεία.

 

Για να αποφύγουμε αυτόν τον κίνδυνο εφαρμόζουμε τις παρακάτω τεχνικές:

  1. Στοχεύουμε σε ενδιάμεσα σημεία τα οποία βρίσκονται επάνω στη διαδρομή μας και τα χρησιμοποιούμε ως προσωρινούς στόχους.
  2. Αν δεν υπάρχουν τέτοια σημεία δημιουργούμε εμείς.... στέλνοντας κάποιον της ομάδας μας να πάρει θέση εκεί που θα του υποδείξουμε.
  3. Αν χρειαστεί να παρακάμψουμε κάποιο εμπόδιο, το κάνουμε με προγραμματισμό.

3α. Φεύγουμε κάθετα (προσθέτοντας ή αφαιρώντας ανάλογα 900 στο αζιμούθιό μας) ως προς την πορεία μας δεξιά ή αριστερά για μία απόσταση που θα μετρήσουμε.

3β. Μόλις δούμε ότι έχουμε φύγει από την ευθεία του εμποδίου στρίβουμε πάλι σε ορθή γωνία ακολουθώντας και πάλι την αρχική πορεία.

3γ. Μόλις προσπεράσουμε πλέον το εμπόδιο επανερχόμαστε στην αρχική πορεία μας έχοντας κάνει έτσι μία τετράγωνη διαδρομή.

Σημείωση: Στην συνολικό χρόνο και απόσταση που διανύσαμε δεν υπολογίζουμε τις διαδρομές που είχαν κάθετη πορεία ως προς τον στόχο μας.

 

(4) Απόσταση

Για να μην χανόμαστε όταν οι αποστάσεις είναι σχετικά μεγάλες και η ορατότητα άσχημη, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε με πόσα βήματα διανύουμε τα 100 μ. σε διαφορετικής μορφολογίας πεδία. Πειραματιζόμαστε με το κανονικό μας βήμα και μετράμε το διπλό βήμα, δηλ. κάθε φορά που πατάμε το δεξί μας πόδι. Για να το επιτύχουμε αυτό με ακρίβεια χρειάζεται να το επαναλάβουμε πολλές φορές, δείχνοντας υπομονή και ας μην περιμένουμε να τα καταφέρουμε από την πρώτη κιόλας φορά.

Επίσης σαν ένα δεύτερο κριτήριο χρησιμοποιούμε τον χρόνο, χωρίς αυτό να προσφέρει ασφαλή εκτίμηση, ειδικά αν δεν ακολουθούμε σταθερό ρυθμό ή έχουμε ανομοιογενή ομάδα.

 

(5) Υψομετρική διαφορά

Ο καλύτερος τρόπος ελέγχου είναι να διαθέτουμε κάποιον υψομετρητή (αλτίμετρο)

 

(6) Πραγματικός χρόνος

 

Χρονομετρούμε την πραγματική μας πορεία (χωρίς τις μεγάλες στάσεις) και την σημειώνουμε στην αντίστοιχη στήλη. Οι αποκλίσεις ως προς τους αρχικούς υπολογισμούς μας θα μας βοηθήσουν να κάνουμε σωστότερους υπολογισμούς για την συνέχεια της διαδρομής.

 

ΣΤ. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ / ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ

 

Ακολουθώντας μία πορεία, αν όλα πάνε καλά, τότε έχουμε τα συγχαρητήρια στο τσεπάκι μας. Έλα όμως που δεν πάνε πάντα όπως μας αρέσουν τα πράγματα.

 

ΣΤ.1. Αν χαθούμε

 

  1. Σταματάμε και σκεφτόμαστε. Δεν βιαζόμαστε να ενεργήσουμε. Αν είμαστε κουρασμένοι και βρεθούμε ξαφνικά μέσα στην ομίχλη, μπορεί εύκολα να νομίσουμε πως έχουμε χαθεί χωρίς αυτό να συμβαίνει πραγματικά, και να αγχωθούμε.
  2. Φωνάζουμε και τους υπόλοιπους της ομάδας μας να σταματήσουν (μην σκορπίσουν) και βγάζουμε τον χάρτη μας. Αν συμβουλευόμαστε τον χάρτη μας τακτικά μέχρι τώρα, δεν θα πρέπει να έχουμε παρεκκλίνει πολύ από την πορεία μας.
  3. Ενεργούμε προσεκτικά και μεθοδικά. Είναι μάλλον επικίνδυνο να εμπιστευθούμε το οποιοδήποτε “αίσθημα προσανατολισμού” όταν έχουμε ήδη χαθεί.
  4. Φιξάρουμε το σημείο στον χάρτη όπου για τελευταία φορά είμαστε απολύτως σίγουροι ότι περάσαμε και προς τα πού βρίσκετε.
  5. Προσπαθούμε να θυμηθούμε τι είδους πεδίο έχουμε διασχίσει και πόση απόσταση έχουμε διανύσει στο μεταξύ.
  6. Τώρα, πρέπει να αποφασίσουμε με βάση τον χάρτη τι είναι προτιμότερο να κάνουμε:

α) να επιστρέψουμε στο τελευταίο γνωστό σημείο και να ξαναπροσπαθήσουμε

β) να ψάξουμε να βρούμε μία ασφαλή διαδρομή για τη συνέχεια

γ) να βάλουμε στόχο το κοντινότερο χαρακτηριστικό σημείο του χάρτη (π.χ. μία κορυφή ή ένα ποταμάκι ή ένα δρόμο) όπου θα μπορέσουμε να προσδιορίσουμε ξανά με σιγουριά το πού βρισκόμαστε.

δ) να εντοπίσουμε την θέση μας επάνω στον χάρτη στο σημείο που βρισκόμαστε.

 

 

ΣΤ.2. Εντοπίζοντας την θέση μας

 

  1. Εντοπισμός θέσης με τρία γνωστά σημεία στο πεδίο.

α. Παίρνουμε το αζιμούθιο των τριών σημείων.

β. Τα περνάμε επάνω στον χάρτη, τραβώντας μία γραμμή για το καθένα που να περνάει από τη θέση του επάνω στο χάρτη.

γ. Η θέση μας εντοπίζετε στο κέντρο βάρος του τριγώνου που σχηματίζουν οι τρεις αυτές γραμμές.

 

 

 

  1. Εντοπισμός θέσης με δύο γνωστά σημεία στο πεδίο.

Ίδια διαδικασία με πριν για τα δύο γνωστά σημεία, μόνο που η θέση μας εντοπίζετε στην τομή των δύο γραμμών.

 

  1. Εντοπισμός θέσης με ένα γνωστό σημείο στο πεδίο.

α. Ίδια διαδικασία με παραπάνω για ένα σημείο.

β. Αρχίζουμε να κινούμαστε επάνω στην διαδρομή μέχρι που να εντοπίσουμε κάποιο σημάδι που θα μας κάνει να αντιληφθούμε την θέση μας.

 

  1. Χωρίς γνωστό σημείο (ίσως και μέσα σε ομίχλη)

α. Μετράμε σε όσο μεγαλύτερη έκταση πλαγιάς γύρω μας την κλίση του εδάφους

β. Ελέγχουμε τον προσανατολισμό της

γ. Μετράμε το ύψος στο οποίο βρισκόμαστε με τον υψομετρητή μας (καλό θα ήταν να έχουμε).

δ. Αρχίζουμε να κινούμαστε οριζόντια επάνω στην πλαγιά προσέχοντας τα παρακάτω στοιχεία τα οποία θα μπορέσουν να μας βοηθήσουν στο να εντοπίσουμε την θέση μας επάνω στον χάρτη:

  1. Αλλαγές στον προσανατολισμό της πλαγιάς
  2. Αλλαγές στην κλίση
  3. Συνάντηση με κάποιο ρέμα, κόψη κλπ

ε. Σημειώνουμε όλες μας τις κινήσεις επάνω σε ένα χαρτί (αζιμούθια, μετατοπίσεις)

στ. Μόλις συγκεντρώσουμε ορισμένα τέτοια στοιχεία καθόμαστε κάτω με τον χάρτη και προσπαθούμε δια της “ατόπου απαγωγής” να καταλήξουμε στην θέση στην οποία περίπου βρισκόμαστε.

ζ. Βάζουμε έναν κοντινό στόχο στον χάρτη, εύκολα αναγνωρίσιμο και προσπαθούμε να τον φτάσουμε. Αν τον βρούμε σημαίνει ότι τα καταφέραμε. Αν όχι ξαναπροσπαθούμε.

 

Ζ. ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

 

  1. Στο βουνό

 

  1. Έχουμε τον χάρτη πάντα πρόχειρο στο χέρι και μέσα σε μία αδιάβροχη ζελατίνα. Δεν μας βοηθάει μέσα από το σακκίδιο.
  2. Συμβουλευόμαστε τον χάρτη όταν κάνουμε στάση, μόλις συναντήσουμε ένα χαρακτηριστικό σημείο (διάσελο, εκκλησάκι, ρυάκι, μονοπάτι...) ή αν αμφιβάλλουμε για το πού βρισκόμαστε.

Προσανατολίζουμε τον χάρτη απαραίτητα προτού τον χρησιμοποιήσουμε.

  1. Χρήσιμο είναι να εξοικειωθούμε με χάρτες διαφόρων κλιμάκων.
  2. Εξασκούμαστε στον προσανατολισμό νύχτα ή με άσχημο καιρό σε ασφαλές πεδίο.

 

  1. Στο σπίτι

 

  1. Παίζουμε μελετώντας τον χάρτη μιας πορείας που μόλις τελείωσε, συγκρίνοντας την δική μας εμπειρία με την εκδοχή που δίνει ο χάρτης. Ενισχύουμε έτσι αφάνταστα την εμπειρία μας στην κατανόηση ενός χάρτη εύκολα και γρήγορα.
  2. Μελετάμε τον χάρτη για το επόμενο ταξίδι. Πώς είναι οι ράχες, οι κορυφές; Πού είναι ανηφόρα και πού είναι ίσιωμα; Μαθαίνουμε τις λεπτομέρειες: μονοπάτια, ρυάκια, ανηφόρες.
  3. Συγκρίνουμε την ίδια διαδρομή σε δύο χάρτες διαφορετικής κλίμακας.
  4. Μαθαίνουμε τι σημαίνουν οι σημειώσεις στο περιθώριο του χάρτη: κλίμακες, ισοϋψή, σύμβολα, συντεταγμένες, αποκλίσεις σε μοίρες. Όλα συμβάλλουν στο να συνθέσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα.

 

Επίλογος

 

Η σύγχρονη τεχνολογία έχει εφοδιάσει τον σημερινό εξερευνητή και με ένα πλήθος ηλεκτρονικών οργάνων υπολογισμού αποστάσεων, θέσης κλπ (βλέπε GPS) με τη χρήση των οποίων η εύρεση της θέσης μας ή η χάραξη μίας πορείας έχει γίνει πολύ απλούστερη υπόθεση, ωστόσο η χρήση των κλασικών εργαλείων, του χάρτη και της πυξίδας, χαρίζει την μέγιστη συγκίνηση αφού προϋποθέτει γνώσεις, εμπειρία και ιδιαίτερες ικανότητες από τον ασκούμενο για να φέρει σε πέρας μία αποστολή.

Για τον λόγο αυτό η ενασχόληση και η γνώση όλων των κλασικών μεθόδων προσανατολισμού παραμένει χρήσιμη και ενδιαφέρουσα ανεξάρτητα με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, και μπορεί να αποτελεί ένα ενδιαφέρον αντικείμενο εργασίας και / ή παιχνιδιού για πολλά ακόμη χρόνια.