Ελληνικά

ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΦΥΤΑ (ΑΦΦ)

Η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα παγκόσμια hot spots βιοποικιλότητας όσον αφορά το
φυσικό πλούτο7 και αναλογικά με την έκτασή της, αποτελεί από τα σημαντικότερα κέντρα βιοποικιλότητας όλων των επιπέδων8 στην Ευρώπη και το μεγαλύτερο κέντρο ενδημισμού στη λεκάνη της Μεσογείου. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη γεωγραφική θέση της χώρας όπου συνυπάρχουν χλωριδικές περιοχές (μεσογειακή, Ευρασιατική, Ιρανοκασπική), τη διαμόρφωση του εδάφους, την τοπογραφική ετερογένεια και το πλήθος βιότοπων, το μεγάλο αριθμό νησιών, την ύπαρξη σπηλαίων κ.α. Η βιοποικιλότητα της Ελλάδας παρόλο που έχει μελετηθεί αρκετά, παραμένει σε πολύ μεγάλο βαθμό ανοιχτή στην έρευνα, με αφετηρία την καταγραφή και κατανομή των ειδών στον ελλαδικό χώρο, η οποία μπορεί να βοηθήσει τόσο στην προστασία όσο την αξιοποίηση (Ζωγόπουλος χ.χ.). Για μεγάλο όγκο των ΑΦΦ δεν έχει πραγματοποιηθεί συστηματική έρευνα ώστε να καθοριστούν οι χρήσεις και εφαρμογές των συστατικών του φυτού ή
αιθέριου ελαίου, οι κατάλληλες μέθοδοι καλλιέργειας, παραγωγής και μεταποίησης, οι
εμπορικές χρήσεις κοκ (Μαλούπα, et al. 2013) Λόγω της μεγάλης ετερογένειας του αγροτικού χώρου και της εμφάνισης ενδιάμεσων παραγωγικών τύπων στις ορεινές και ημιορεινές μειονεκτικές περιοχές, τα ελληνικά αγροικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από πλούσια βιοποικιλότητα ακόμη κι έπειτα από περισσότερο από μισό αιώνα εντατικού γεωργικού εκσυγχρονισμού. Στις ορεινές περιοχές έχουν διαφυλαχθεί σε μεγάλο βαθμό εύθραυστα οικοσυστήματα και προϊόντα ζωτικής σημασίας για ιατρικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς (Ρόκος Ωστόσο σημαντικές απειλές κατά της αγροτικής βιοποικιλότητας αποτελούν οι πληθυσμιακή ερήμωση και εγκατάλειψη της υπαίθρου, η υπερβολική συσσώρευση πληθυσμού παραγωγικών ή εξω-παραγωγικών δραστηριοτήτων ιδίως σε πεδινές, παράκτιες και περιαστικές περιοχές (Γαλάνη 2010). Για την περίπτωση των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, η αυξανόμενη ζήτηση σε συνδυασμό με την υποβάθμιση βιότοπων και την ανεξέλεγκτη συλλογή και εμπορία, εξαφανίζουν ή μειώνουν τους πληθυσμούς χωρίς να επιτρέπουν τη φυσική αναγέννηση.
Από τα 6.500 διαφορετικά φυτικά είδη, περίπου τα 20% έχουν αρωματική-φαρμακευτική
Αρωματικά ονομάζονται τα φυτά από τα οποία, με κατάλληλες μεθόδους λαμβάνονται οι
αρωματικές ουσίες (αιθέρια έλαια), ενώ φαρμακευτικά φυτά λέγονται εκείνα τα οποία διαθέτουν δραστικά συστατικά τα οποία έχουν δράση φαρμακευτική, προληπτική ή θεραπευτική διάφορων ασθενειών. Υπάρχουν και φυτά από τα οποία εξάγονται ουσίες άλλες, μη πτητικές ή αρωματικές, χρωστικές ή άλλες, π.χ. αλκαλοειδείς φαρμακευτικές ουσίες, τα οποία τα εντάσσουμε στην κατηγορία. Τα παραπάνω φυτά έχουν μακροχρόνια χρήση στη λαϊκή θεραπευτική και την εμπειρική πρακτική και χρησιμοποιούνταν ανέκαθεν από τις ανθρώπινες κοινωνίες.
Στην Ελλάδα η εγχώρια κατανάλωση ΑΦΦ εξασφαλιζόταν από την αυτοφυή χλωρίδα, ενώ
εισαγωγές περιορίζονταν στα είδη που δεν ευδοκιμούσαν εδώ. Στη συνέχεια η γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα στράφηκε σε άλλα βιομηχανικά φυτά και έτσι η καλλιέργειά τους περιορίστηκε, ενώ την τελευταία δεκαετία και μετά τις αναδιαρθρώσεις της ΚΑΠ, ενισχύθηκε το ενδιαφέρον στις τοπικές και παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως των ΑΦΦ.

Τα ΑΦΦ έχουν σημαντική χρηστική αξία και αυξανόμενη συμμετοχή στην κατανάλωση και παραγωγή, καθώς χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία φαρμάκων και καλλυντικών, τη βιομηχανία τροφίμων και κτηνοτροφίας και τη βιολογική καλλιέργεια ως φυσικά αντιβιοτικά, αντιμυκητιακά και αβλαβή φυτοπροστατευτικά, την αρωματοποιία, την ποτοποιία και τη ζαχαροπλαστική,   στα   μελισσοτροφικά   προϊόντα,   στη   μαγειρική   (βελτιωτικά   γεύσης,   π.χ. μπαχαρικά) και σαν αφεψήματα. Ωστόσο πέρα από την οικονομική και παραγωγική σημασία της, η ενδογενής αξία της βιοποικιλότητας, αποτελεί επαρκή λόγο προστασίας και περιορισμού της υπερεκμετάλλευσης.

Τα ΑΦΦ παρουσιάζουν έντονο εμπορικό ενδιαφέρον που συνεχώς αυξάνεται, καθώς το καταναλωτικό κοινό έχει στραφεί στα βιολογικά προϊόντα και το φυσικό τρόπο καλλιέργειας. Η καλλιέργειά τους αποτελεί ιδανική επιλογή για τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της χώρας, καθώς γίνεται αξιοποιήσιμη σε εδάφη στραγγερά, κατά προτίμηση επικλινή, όπως σε ορεινές ή άγονες περιοχές. Έχουν μικρές απαιτήσεις λίπανση ή φάρμακα ενώ η βιοκαλλιέργεια είναι ευκολότερη καθώς  είναι  λιγότερο  ευάλωτα  σε  εχθρούς  και  ασθένειες.  Σε  γενικές  γραμμές  είναι  φυτά ανθεκτικά, προσαρμοσμένα στις ελληνικές συνθήκες με μικρές απαιτήσεις σε καλλιεργητικές φροντίδες, άρδευση και εργατικά χέρια, παράγοντες οι οποίοι καθιστούν την καλλιέργεια των

ΑΦΦ ελκυστική προς αξιοποίηση στον ελλαδικό χώρο με συγκριτικά μικρότερο κόστος και πολύ υψηλότερες απολαβές (www.ypaithros.gr 2018) (Γρηγοριάδου Κ. χ.χ.). Η Ελλάδα επίσης μπορεί να συναγωνιστεί τις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης τόσο λόγω μεγαλύτερης καλλιεργητικής περιόδου όσο και ποιότητας του τελικού προϊόντος λόγω κλίματος και εδαφοκλιματικών συνθηκών (Μαλούπα, και συν. 2013). Τα επόμενα χρόνια αναμένεται η διατήρηση της έντονης ζήτησης για ΑΦΦ, τόσο από τη βιομηχανία όσο και από τους καταναλωτές, η διατήρηση του ρυθμού ανάπτυξης του κλάδου, η αύξηση τιμών και παγκόσμιων εξαγωγών, η απαίτηση σε διατήρηση των φυσικών πληθυσμών και η ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη γεωργική παραγωγή, στην οποία οι νέοι στρέφονται όλο και περισσότερο.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ (www.opekepe.gr 2016) για τα είδη ΑΦΦ και εναλλακτικών καλλιεργειών που καλλιεργούνται στην Ελλάδα, για το έτος 2015 ήταν 65.687 στρέμματα (σε σχέση με 32.070 το 2014) και τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνει η ρίγανη, η λεβάντα, το τσάι βουνού, ο κρόκος και σε μικρότερο βαθμό το φασκόμηλο, το μελισσόχορτο, το κρίταμο, ο δυόσμος, το χαμομήλι κ.α.. Το ενδιαφέρον παραγωγών και εμπόρων είναι συνεχώς αυξανόμενο λόγω συγκυρίας οικονομικής κρίσης και κατεύθυνσης του πληθυσμού στην αγροτική παραγωγή.  Τα κυριότερα είδη που καλλιεργήθηκαν το έτος 2015 ήταν: 1) σπαθόχορτο 931,3στρ. 2)  τσάι  του  βουνού  6.101,2στρ  3)  τσουκνίδα  799,9στρ  4)  ύσσωπος  748,5στρ  5) φασκόμηλο 1.724,8στρ 6) χαμομήλι 3.323,1στρ 7) σινάπι 977,2στρ 8) ρίγανη 16.863,6στρ 9) μέντα 1.466,7στρ 10) μελισσόχορτο 1.713,8στρ 11) μαντζουράνα 984,2στρ 12) μάραθος 1.559,8 στρ 13) λεβάντα

7.156,4στρ  14)  κρόκος  3.054,1στρ  15)  κρόκος  βιολογικός  859,7στρ  16)  θυμάρι  1.838,7στρ  17)δυόσμος   787στρ   18)   δενδρολίβανο   1.536,6στρ   19)   γλυκάνισος   5.077,6στρ   20)   βασιλικός 1.074,5στρ 21) άγριος δυόσμος 665,4στρ 22) αρώνια  2.974,4στρ 23) ιπποφαές 1.730,9στρ και 24) αλόη 603,6στρ. Στόχος είναι να αυξηθούν ως το 2018 στα 100.000 στρέμματα, με παραχώρηση εκτάσεων σε νέους καλλιεργητές.

Οι εδαφοκλιματικές συνθήκες του ελλαδικού χώρου καθιστούν την καλλιέργεια των ΑΦΦ ιδιαίτερα αποδοτική και προνομιακό πεδίο επένδυσης, καθώς η ποιότητα10  (περιεκτικότητα σε δραστικές ουσίες/ενεργά συστατικά) των ελληνικών ΑΦΦ και των μεταποιημένων προϊόντων τους είναι πολύ υψηλή, με μεγάλη ζήτηση στις διεθνείς αγορές. Σε συνδυασμό με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες,  οι  ορθές  πρακτικές  στην  καλλιέργεια  και  τη  συγκομιδή  (στάδιο  ανάπτυξης,  τμήμα φυτού, τρόπος συλλογής, ώρα), η σωστή μεταχείριση, μεταφορά και μεταποίηση του φυτού (αποφύλλωση, κοπή, πλύσιμο, ξήρανση ή κρυοξήρανση / διαλογή, κοσκίνισμα κοπή, ομογενοποίηση,  αποστείρωση  /  έλεγχοι  και  τυποποίηση  /  συσκευασία  /  απόσταξη,  έκθλιψη, εκχύλιση, υδρόλυση, υπέρηχοι, μικροκύματα) καθορίζουν και την ποιότητα/τιμή του παραγόμενου προϊόντος (νωπή ή ξηρή δρόγη, αιθέριο έλαιο, εκχυλίσματα).

Αποτελούν παραγωγή με πολύ υψηλή προστιθέμενη αξία σε κάθε στάδιο μεταποίησης. Οι τιμές πώλησης είναι υψηλές σε διεθνές επίπεδο και εξαρτάται, εκτός των άλλων, και από την απόδοση του φυτού σε αιθέριο έλαιο. Στον παρακάτω πίνακα καταγράφονται ενδεικτικά οι τιμές ξηρής δρόγης και απόδοσης ορισμένων καλλιεργειών ΑΦΦ, καθώς και ενδεικτικές τιμές εισαγωγής αιθέριων

Η καλλιέργεια στην Ελλάδα αφορά σε ελάχιστα και πολύ συγκεκριμένα είδη ΑΦΦ, για τα οποία υπάρχει ήδη μεγάλη ζήτηση από άποψη ποσότητας, καθώς περισσότερα είδη σε λίγα στρέμματα μειώνουν πολύ τις ποσότητες και παράλληλα αυξάνουν τις ανάγκες σε διαχείριση11. Για το λόγο αυτό η εγχώρια βιομηχανία συχνά καλλιεργεί το υπόλοιπο κομμάτι της ζήτησης μέσω συμβολαιακής καλλιέργειας, το οποίο εξασφαλίζει με έναν τρόπο την επένδυση για ανάπτυξη ή μεταβολή καλλιεργειών όσον αφορά τη διάθεση του προϊόντος.

Η πιστοποίηση του πολλαπλασιαστικού υλικού είναι πολύ σημαντικός παράγοντας για επισήμανση της προέλευσης του τελικού προϊόντος: πιστοποιημένος σπόρος στην Ελλάδα είναι δύσκολο να ανευρεθεί, έτσι η εγχώρια παραγωγή αναζητά ελληνικό σπόρο από το εξωτερικό. Το κενό αυτό αναζητείται στην εμπλοκή του δημόσιου τομέα που μπορεί να καλύψει  τις απαιτήσεις της εγχώριας ζήτησης μέσω μονάδων παραγωγής (σπόροι, φυτά, βολβοί), ώστε να εξασφαλίζεται παραγωγή επώνυμων τοπικών προϊόντων. Επίσης σημαντική είναι η καταγραφή, διατήρηση αξιολόγηση αυτοφυούς γενετικού υλικού και δημιουργία τράπεζας γενετικού υλικού, γενοτύπων υψηλής ποιότητας και αποδόσεων και in vitro πολλαπλασιασμός τους (www.ypaithros.gr 2018).

 

Αφήστε μια απάντηση