Updated on May 8, 2019
ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
Η συγκομιδή γίνεται χειρωνακτικά με χρήση απλών εργαλείων, είτε με τροποποιημένες μηχανές. Στις καλλιέργειες όπου απαιτείται συγκομιδή αποκλειστικά μέρους του φυτικού υλικού, όπως λ.χ. χαμομήλι, λεβάντα κ.α., ή σε καλλιέργειες μεγάλης έκτασης, χρησιμοποιούνται εξειδικευμένες μηχανές. Λόγω των περιορισμένων καλλιεργειών ΑΦΦ στην Ελλάδα, υπάρχουν πολύ λίγα εξειδικευμένα μηχανήματα συγκομιδής που εισάγονται από Βουλγαρία (λεβάντα), Σερβία (χαμομήλι, μελισσόχορτο) και Ν. Ζηλανδία (διάφορα αρωματικά) ενώ αρκετοί παραγωγοί χρησιμοποιούν ιδιοκατασκευές ή μετασκευασμένες μηχανές για μέντα, μελισσόχορτο ή ρίγανη. Σημειώνεται ότι μια μικρή ελληνική επιχείρηση άρχισε να ασχολείται με κατασκευή μηχανημάτων ΑΦΦ στο Κιλκίς (ΥΠΑΑΤ 2017). Το στάδιο αυτό αφορά στη διοχέτευση στην αγορά προϊόντων σε νωπή μορφή.
Στο επόμενο στάδιο μεταποίησης, πέρα από τη μέθοδο φυσικής ξήρανσης υπάρχει τεχνογνωσία στην κατασκευή θαλάμων για αποξήρανση μικρής παραγωγής, όχι όμως για μεγάλους όγκους (για τα οικονομικά δεδομένα των ελληνικών επιχειρήσεων) . Τα προϊόντα στο στάδιο αυτό διοχετεύονται στην αγορά σε ξηρή μορφή.
Η δευτερογενής επεξεργασία των ΑΦΦ συνίσταται στην παραγωγή εκχυλισμάτων και αιθέριων ελαίων, σε μεγαλύτερες ποσότητες της ρίγανης και της λεβάντας και σε πολύ μικρότερες ποσότητες άλλων ειδών όπως μελισσόχορτο, τριαντάφυλλο, χαμομήλι, δενδρολίβανο, θυμάρι, φασκόμηλο, δάφνη, κρίταμο κ.α. Ένα αποστακτήριο αιθέριου ελαίου κυμαίνεται από 400 ευρώ για μικρή οικοτεχνικού τύπου παραγωγή ως 30-100.000 ευρώ για βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει ελάχιστος αριθμός αποστακτηρίων και τεχνικός εξοπλισμός για αιθέρια έλαια. Τα μεγαλύτερα αποστακτήρια αιθέριων ελαίων βρίσκονται στη Β. Ελλάδα (Κιλκίς, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη) ενώ μικρότερης δυναμικότητας βρίσκονται στην Πέλλα, τη Μαγνησία, Καρδίτσα και την Κρήτη (ΥΠΑΑΤ 2017). Οι μονάδες επεξεργασίας και μεταποίησης είναι λίγες, μικρές και συνήθως καθετοποιημένες, δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στις παραγωγικές μονάδες και τις μονάδες επεξεργασίας/μεταποίησης, ενώ η παραγωγή είναι ανομοιογενής και μη τυποποιημένη. Ωστόσο έχει ξεκινήσει προσπάθεια καταγραφής στο Υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με σκοπό τη δημιουργία βάσης δεδομένων για τις δραστηριότητες αυτές ανά την Ελλάδα.
Μονάδες που προμηθεύονται την πρώτη ύλη ώστε να την αξιοποιήσουν για παραγωγή κάποιου τελικού προϊόντος, δεν υπάρχουν. Κάποιες εταιρείες χρησιμοποιούν ορισμένα παραγόμενα προϊόντα κυρίως για παραγωγή καλλυντικών, λιγότερο για φαρμακευτικά είδη. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σημαντικές μονάδες επεξεργασίας ή αξιοποίησης ΑΦΦ και ορισμένοι παραγωγή στέλνουν την πρώτη ύλη στο εξωτερικό για χρήση από τη φαρμακευτική βιομηχανία ή τη βιομηχανία τροφίμων (ΥΠΑΑΤ 2017). Στην Ελλάδα δεν καταγράφονται σημαντικοί εμπορικοί/εξαγωγικοί φορείς στον τομέα των ΑΦΦ, ωστόσο δραστηριοποιούνται ορισμένοι εμπορικοί οίκοι που εμπορεύονται ΑΦΦ και άλλα παρεμφερή είδη όπως μπαχαρικά ή καρυκεύματα ξενικής προέλευσης ή χαμηλής ποιότητας προϊόντα σε χαμηλές τιμές. Τα αποσταζόμενα αιθέρια έλαια της Ελλάδας εξάγονται κατά κύριο λόγο στην Ε.Ε. ή εκτός. Οι Έλληνες παραγωγοί δεν μπορούν να διαθέσουν σε τιμή ανταγωνιστική τα προϊόντα τους στο εσωτερικό, ωστόσο η προώθηση στο εξωτερικό χρειάζεται μεγάλη ενέργεια και κόστος, στο οποίο λίγες μονάδες μπορούν να επενδύσουν. Το στάδιο αυτό είναι που απαιτεί τη μεγαλύτερη επένδυση σε κεφάλαιο και τεχνογνωσία, καθώς απαιτεί σταθερή ποιότητα / χημική σύνθεση της πρώτης ύλης, αλλά επιπλέον σταθερές συνθήκες μεταποίησης, καθώς η αγορά έχει ήδη θέσει τις προδιαγραφές των τελικών προϊόντων, προκειμένου να απορροφηθούν από τη βιομηχανία.
Η προστιθέμενη αξία των ΑΦΦ σε κάθε στάδιο μεταποίησης είναι ιδιαίτερα υψηλή, ιδιαίτερα στο τελικό στάδιο της παραγωγής αιθέριων ελαίων. Ο καλλιεργητής πρέπει να έχει σχεδιάσει και οργανώσει τόσο την παραγωγή, όσο και τις μετασυλλεκτικές ενέργειες για τη σωστή αποθήκευση, συντήρηση και διάθεση του προϊόντος του, ιδίως αν σκοπεύει να προχωρήσει σε επεξεργασία, ώστε να οδηγηθεί σε αποδεκτό από την αγορά προϊόν. Οι περισσότεροι καλλιεργητές καθοδηγούνται από την εμπειρία τους και από τις γνωστές ως τώρα πρακτικές, στις οποίες υπάρχει αρκετή τεχνογνωσία· ωστόσο η παραγωγή μπορεί να εξασφαλιστεί από εξειδικευμένο προσωπικό (γεωπόνοι, τεχνολόγοι) για παρακολούθηση, συμβουλευτική και εκπαίδευση. Παράλληλα υπάρχει έλλειψη οργανωμένης πρακτικής βοήθειας, ενημέρωσης και πληροφόρησης (π.χ. καταπολέμηση ασθενειών) και έλλειψη κανόνων για ορισμένες καλλιέργειες ειδών.
Όσον αφορά τη βιολογική καλλιέργεια, δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και καθιερωμένες πρακτικές δεν υπάρχουν. Πολλές καλλιέργειες θα μπορούσαν με ελάχιστες προσαρμογές να χαρακτηριστούν βιολογικές, ωστόσο εξαιτίας ανεπαρκούς ενημέρωσης δεν υπάρχει ανάλογη πιστοποίηση. Για το λόγο αυτό τα παραγόμενα προϊόντα στην Ελλάδα είναι λίγα και μη τυποποιημένα, οι επενδύσεις είναι μικρές και υπάρχει μεγάλη ασάφεια στον αριθμό των παραγόμενων προϊόντων και των καλλιεργούμενων εκτάσεων.
Επιπλέον συχνά οι καλλιεργητές δε γνωρίζουν ούτε τη σύσταση του αιθέριου ελαίου του είδους που καλλιεργούν, ούτε ποια ποικιλία φυτού (διαφορετικός χημειότυπος) πρέπει να επιλέξουν, ανάλογα με την αγορά που απευθύνονται και ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην έκταση καλλιέργειας. Επίσης, δεν πραγματοποιούν έρευνα αγοράς για τη διάθεση της παραγωγής τους. Οι προδιαγραφές των αιθέριων ελαίων καθορίζονται από τον εκάστοτε αγοραστή και μπορεί να ακολουθούν ειδικές προδιαγραφές, όπως ISO, Φαρμακοποιίες ή ειδικές ανάλογα με το τελικό προϊόν και τη χρήση του, επιπλέον γίνεται όλο και πιο απαραίτητη η ιχνηλασιμότητα των πρώτων υλών. Για τις φαρμακευτικές και καλλυντικές χρήσεις πρέπει να ακολουθείται η ευρωπαϊκή νομοθεσία (ΥΠΑΑΤ 2017) ενώ το προϊόν πρέπει να συμμορφώνεται με καθορισμένα πρότυπα (συγκεντρώσεις σε δραστικές ουσίες). Κάποιες εταιρείες επίσης ίσως ζητήσουν πρόσθετες πιστοποιήσεις αναλόγως με την προέλευση των φυτών, ενώ για τα αρτύματα διενεργούνται έλεγχοι σε όλο το φάσμα παραγωγής. Για να είναι βιώσιμη η οποιαδήποτε επέκταση των καλλιεργειών, θα πρέπει να προσανατολίζεται στην ζήτηση, δηλαδή σε συγκεκριμένα είδη και ποιότητες που ζητά η αγορά, διαφορετικά θα μένει αναξιοποίητη από την αγορά.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους Κανονισμούς (ΕΚ) 1334/2008 του Ε.Κ. για τις αρωματικές ύλες και ορισμένα συστατικά τροφίμων με αρωματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται εντός και επί τροφίμων, την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) 1601/91 του Συμβουλίου, Κανονισμό (ΕΚ) 2232/96, Κανονισμό (ΕΚ) 110/2008 και Οδηγία 2000/13/ΕΚ (ΥΠΑΑΤ 2017). Για τον χαρακτηρισμό αιθέριου ελαίου ως βιολογικό προϊόν, πρέπει να περιέχεται στον Κώδικα τροφίμων (IV αρ.45) ή στον Κανονισμό (ΕΚ) 1334/2008. Ειδικά για τις εξαγωγές των ΑΦΦ, η κάθε παρτίδα συνοδεύεται απαραιτήτως από το πρωτόκολλο απεντόμωσης (ξηρή δρόγη) και πλήρη χημική και μικροβιολογική ανάλυση.
Γίνεται σαφές ότι οι αποδόσεις της καλλιέργειας των ΑΦΦ και των παραγόμενων προϊόντων τους είναι υψηλές, μόνο εφόσον τηρηθούν οι συνθήκες, οι φροντίδες και οι προϋποθέσεις εκείνες που εξασφαλίζουν υψηλή ποιότητα παραγόμενου προϊόντος. Η έλλειψη πληροφόρησης για τους απαιτούμενους ελέγχους των εδαφών και νερών, των μετασυλλεκτικών ελέγχων (μικροβιακό φορτίο, βαρέα μέταλλα, χημική ανάλυση συστατικών), οι προδιαγραφές που ζητούνται ανάλογα με την αγορά, τα προβλήματα που συναντούν οι καλλιεργητές και ειδικά οι νεοεισερχόμενοι, αναδεικνύουν την καλλιέργεια των ΑΦΦ ως πεδίο υψηλής έντασης γνώσης, όπου στην απόδοση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγωγής κάθε στάδιο διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο η έρευνα, οι ορθές πρακτικές, η συμβουλευτική, η διάχυση γνώσης και η δημιουργία καινοτομίας.
Από την ανάλυση της μεταποίησης και διάθεσης των ΑΦΦ αλλά και τις ελλείψεις που χαρακτηρίζουν την καλλιεργητική διαδικασία (επιλογή είδους, μέθοδοι, συντήρηση, αποθήκευση, μεταποίηση), διαφαίνεται ο πολύ σημαντικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η αγροτική συλλογική επιχειρηματικότητα, συνεταιρισμοί ή ομάδων παραγωγών, τόσο στην καλλιέργεια και την αξιοποίηση των φυτών αυτών, απαντώντας παράλληλα στις ιδιαίτερες ανάγκες και ιδιαιτερότητες των μειονεκτικών και απομονωμένων περιοχών. Μπορούν οι καλλιεργητές ΑΦΦ να έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν αποδοτικά και οικονομικά τον υπάρχοντα εξοπλισμό, την πρόσβαση σε τεχνογνωσία και εξειδίκευση, τα έξοδα διαχείρισης, έρευνας αγοράς και διάθεσης στο εσωτερικό και το εξωτερικό κ.α., παρακάμπτονται τα προβλήματα που προκύπτουν κυρίως από τις μικρές εκτάσεις καλλιεργειών και τις μικρές παραγόμενες ποσότητες που δεν καθιστούν βιώσιμη την παραγωγή στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα παρέχεται η δυνατότητα να προωθηθούν προς μεταποίηση και εξαγωγή ποσότητες τυποποιημένες με συγκεκριμένη ποιότητα και χαρακτηριστικά από ανθρώπους που έχουν λάβει επαρκή πληροφόρηση και εκπαίδευση, ξεκινώντας από την καλλιέργεια, ως τις συνθήκες συντήρησης και μεταφοράς, μεταποίησης και συσκευασίας. Διαμοιράζεται έτσι ο χρόνος, η οργάνωση και το κόστος της προώθησης των προϊόντων, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται η ποιότητα του τελικού προϊόντος και πολύ ευμενείς όροι εισροών και τιμών πώλησης. Επιτρέπεται έτσι αμεσότερη και αποτελεσματικότερη δικτύωση και πρόσβαση σε καινοτομίες και τεχνολογίες υψηλού κόστους (Σεργάκη και Ηλιόπουλος 2010). Οι συνεταιρισμοί ενεργούν επίσης ως διαμεσολαβητής ή ρυθμιστικός και οργανωτικός παράγοντας στη συμβολαιακή γεωργία, μεταξύ επιχειρήσεων και παραγωγών, προστατεύοντας τους δεύτερους, οι οποίοι εκτίθενται σε μεγαλύτερους κινδύνους και παράλληλα ενισχύοντας τη διαπραγματευτική τους δύναμη και εξασφαλίζοντας τη διάθεση της παραγωγής των μελών του (Κοντογεώργος και Σεργάκη 2015).
Προκειμένου να λειτουργήσει η συλλογική επιχειρηματικότητα προς όφελος της ανάπτυξης των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών της Ελλάδας, προτείνονται βήματα προς την κατεύθυνση αυτήν (Σεργάκη και Ηλιόπουλος 2010) που αφορούν το μετασχηματισμό των συνεταιρισμών προς πιο εναλλακτικές μορφές που θα επιτρέπουν το διαχωρισμό των συνδικαλιστικών οργανώσεων από τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς προς τη μορφή αμιγούς επιχειρηματικής οργάνωσης, κρατική πολιτική απέναντι σε διαφορετικές μορφές συνεταιρισμών, η ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων σχετικά με τις συλλογικές επιχειρήσεις, η διαφάνεια λειτουργίας και παροχών, η άσκηση εποπτείας, η έμφαση στη διάθεση τροφίμων υψηλής ποιότητας ως αντιστάθμισμα στα ανταγωνιστικά προβλήματα των κλάδων έντασης εργασίας και η προέκταση εμπορικών σημάτων και παραγωγή καινοτομικών προϊόντων.
Για τις μειονεκτικές/ απομονωμένες περιοχές, όπου η γεωμορφολογία και οι φυσικοί πόροι καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη διάρθρωση και χωροθέτηση της μεταποίησης, δημιουργούνται επιβαρυντικές συνθήκες που δυσχεραίνουν την οικονομική ανάπτυξη, την επαφή με τη σύγχρονη τεχνολογία, τις νέες μεθόδους παραγωγής και την ενσωμάτωση στην τοπική οικονομία (Σεργάκη και Ηλιόπουλος 2010). Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί μπορούν να εξασφαλίσουν ως ένα βαθμό το εισόδημα μικρών οικονομικών μονάδων, ωφελώντας την οικονομία των αγροτικών περιοχών, ωστόσο αναδεικνύεται η ανάγκη μετασχηματισμού τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες τις αγοράς και να αξιοποιήσουν ευκαιρίες καθετοποίησης και ανάπτυξης (Zobbe, 2001 στο: (Κοντογεώργος και Σεργάκη 2015). Οι εναλλακτικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί προτείνουν ένα μοντέλο οργάνωσης της αγροτικής συλλογικής επιχειρηματικότητας προκειμένου να ενισχυθεί η θέση μικρότερων οικονομικών μονάδων και να ξεπεραστούν τα προβλήματα που είχαν προκύψει στους παραδοσιακούς συνεταιρισμούς από το έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον, τον περιορισμό του ρόλου της γεωργίας, την ενίσχυση του ρόλου των υπηρεσιών, την ανάγκη συγκρότησης μεγάλων εταιρειών κ.α. (Κοντογεώργος και Σεργάκη 2015).