Ελληνικά

Αρωματικά φυτά: Ο αναξιοποίητος θησαυρός της Ελλάδας

Στην στρατηγική για την ανάπτυξη του τομέα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, αλλά και στα προβλήματα που εμποδίζουν την χώρα να ωφεληθεί σημαντικά από το παγκόσμιο εμπόριό τους, που ξεπερνά τους 440.000 τόνους, με την αξία να διαμορφώνεται σε τουλάχιστον 20 δισ. δολάρια και των αιθέρων ελαίων να διαμορφώνεται σε 2,5 δισ. δολ (143.000 τόνους), αναφέρθηκε ο καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας στο ΑΠΘ, Χρήστος Δόρδας, στη διάρκεια ομιλίας του στην ημερίδα για τις προοπτικές αξιοποίησης των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών. Την ημερίδα συνδιοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη η Αμερικανική Γεωργική Σχολή και ο Τομέας Επιστήμης και Τεχνολογίας τροφίμων, του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ.

Αναφερόμενος στη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθηθεί για την ανάπτυξη του τομέα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, ο κ. Δόρδας, επισήμανε ότι αυτή θα πρέπει να εστιάζει στον εκσυγχρονισμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των καλλιεργητικών πρακτικών, στη βελτίωση της προστιθέμενης αξίας (μεταποίησης, τυποποίησης) και στην υιοθέτηση συστημάτων διαχείρισης ποιότητας και συγκεκριμένα ΠΟΠ και ΠΓΕ και προώθησης της βιολογικής και ολοκληρωμένης καλλιέργειας αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
Τα προβλήματα που χρήζουν επίλυσης για την επέκταση των αρωματικών φυτών στην Ελλάδα είναι, σύμφωνα με τον κ. Δόρδα, τα εξής: ανεπαρκής ενημέρωση των αγροτών, ελλείψεις εφοδίων (πιστοποιημένων σπόρων και πολλαπλασιαστικού υλικού) και εξοπλισμού, γνώσεων για καλλιεργητικές φροντίδες, σύνδεσης πρωτογενούς παραγωγής και βιομηχανίας (συσκευασίας/απόσταξης και παραγωγής αιθέριων ελαίων), συγκέντρωση των κυριότερων μονάδων μεταποίησης σε Αθήνα, Κρήτη και Μακεδονία και ανεπαρκής προώθηση της καλλιέργειας (συσκευασίες, αιθέρια έλαια).
Τονίζοντας ότι η έκταση και η παραγωγή αρωματικών και φαρμακευτικών στην Ελλάδα, παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις από το 1981, οπότε καλλιεργούνταν 40.000 στρέμματα, με συνολική παραγωγή τους 4.500 τόνους, ο κ. Δόρδας, τόνισε, ότι η κάμψη καταγράφηκε τη δεκαετία του 1990, με 16.000 στρέμματα και 2-2.500 τόνους και συμπλήρωσε ότι από το 2015 σημειώνεται σταθερά ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα το 2016 τα αντίστοιχα νούμερα να διαμορφώνονται σε 38.000 στρέμματα και σε 5.000 η παραγωγή. “Ελπίζουμε σύντομα να πιάσουμε τα 100.000 στρέμματα”, επισήμανε, υπογραμμίζοντας τη σημασία των συμπράξεων και δικτυώσεων, αλλά και τη δημιουργία ομάδων παραγωγών και ενώσεων. “Η αγορά των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι ένας ανεκμετάλλευτος ακόμη πλούτος και τα περιθώρια ανάπτυξης της αγοράς είναι τεράστια”, υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Όπως διευκρίνισε, υπάρχει δυνατότητα για αύξηση των αποδόσεων, με βελτίωση του γεννετικού υλικού και των καλλιεργητικών τεχνικών και σημείωσε ότι οι τάσεις αφορούν στη βελτίωση της ποιότητας και στη χρησιμοποίηση τεχνικών φιλικών προς το περιβάλλον. Υπενθύμισε, ότι η χλωρίδα στην Ελλάδα αφορά σε 6.000 είδη (το 50% περίπου της φυτικής βιοποικιλότητας της Ευρώπης και το 80% περίπου της Βαλκανικής χλωρίδας) και έχουν καταγραφεί 500-600 αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, με τα σημαντικότερα να είναι τα εννέα: ρίγανη 8.000 στρ, κρόκος 7.500 στρ., μαστιχόδεντρα 12.000 στρ., λεβάντα, τσάι του βουνού, δίκταμος, μάραθος και γλυκάνισος, ενώ καλλιεργούνται επίσης, χαμομήλι, δάφνη, βασιλικός, μέντα, δεντρολίβανο, μελισσόχορτο, φασκόμηλο και τριαντάφυλλο.
Η “δύναμη” των αρωματικών φυτών στη φυτοπροστασία
Τη “δύναμη” των αρωματικών φυτών στην καταπολέμηση φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών στις καλλιέργειες, αποδεικνύει ολοένα και περισσότερο η έρευνα που διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο, τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η καθηγήτρια στο τμήμα γεωπονίας του ΑΠΘ, Ουρανία Μενκίσογλου Σπυρούδη, σημειώνοντας ότι “στα αμέσως επόμενα χρόνια οι παραγωγοί θα μπορούν να χρησιμοποιούν και “φυτικής προέλευσης γεωργικά φάρμακα, εναλλακτικά με ήπια συνθετικά χημικά φάρμακα, που είναι απαραίτητη η διαδικασία εναλλαγής όταν το πρόβλημα στην καλλιέργεια είναι μεγάλο”.
Οπως σημείωσε, τα αρωματικά φυτά περιέχουν βιοδραστικές ουσίες, που έχουν δράση και έναντι φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών, αλλά και εντόμων και γενικώς όλων των παρασίτων. “Υπάρχει μεγάλη έρευνα τα τελευταία χρόνια που αποδεικνύει αυτές τις δράσεις και έχει αρχίσει η ανάπτυξη αυτών των προϊόντων”, τόνισε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι “ήδη η ανάπτυξη αυτών των προϊόντων και η χρησιμοποίησή τους προωθείται και νομοθετικά, μέσα από τον κανονισμό για τα γεωργικά φάρμακα της ΕΕ. Οι δυσκολίες που εντοπίζονται, έγκεινται σε διαδικασίες έγκρισης, αλλά γίνονται σοβαρές προσπάθειες για να ξεπεραστούν και θα ξεπεραστούν”, είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: “σήμερα έχουν ενταχθεί ήδη μέσα στους καταλόγους των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών της ΕΕ, προϊόντα, είτε έλαια από φυτά, είτε συστατικά/τερπένια για τον έλεγχο – μεταξύ άλλων – μηκύτων”.
Εξήγησε, ότι αυτά τα φυτικής προέλευσης γεωργικά φάρμακα είναι φιλικά προς το περιβάλλον, δεν αφήνουν υπολείματα και διασπώνται εύκολα, ενώ απαντώντας σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ σχετικά με το κόστος τους είπε: “Αν και δεν έγινε ακόμη θεσμός στην ΕΕ, ωστόσο, η ανάπτυξη αυτών των φυτικής προέλευσης γεωργικών φαρμάκων, αναμένεται να έχει οικονομικότερο κόστος ανάπτυξης. Τείνει να χαρακτηριστούν ότι απαιτούν λιγότερα δεδομένα πειραματικά για την ανάπτυξή τους, εφόσον ορισμένα από αυτά χρησιμοποιούνται και ως τρόφιμα”.
Ο φαρμακευτικός ύσσωπος θα οδηγήσει σε καινοτομία
Την εκτίμησή της ότι στα επόμενα ένα με δύο χρόνια η “Ηyssopusorganics” θα “πατήσει πόδι” στην αγορά ως εμπορικός παίκτης, τόσο με δικό της προϊόν, όσο και με άλλα που θα απευθύνονται στις βιομηχανίες τροφίμων, διατύπωσε η συνιδρύτρια της εταιρείας, Στέλλα Χατζηγαβριήλ, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στο περιθώριο του συνεδρίου. “Τον τελευταία ενάμιση χρόνο διεξάγουμε έρευνα σε συνεργασία με το τμήμα επιστημών τροφίμων της γεωπονίας του ΑΠΘ και είμαστε στο στάδιο της τυποποίησης των αποτελεσμάτων. Οι επιστήμονές, μας έχουν βοηθήσει αρκετά σημαντικά. Κάνουμε αναλύσεις στα φυτά μας σε εκχυλίσματα και αιθέρια έλαια και κοιτάμε καινοτόμους συνδυασμούς. Κάποια από τα φυτά μας, τα εκχυλίσματά τους, εντοπίσαμε ότι έχουν σταθεροποιητικές ουσίες, που σημαίνει ότι μπορούν να γίνουν σαν φυσικά συντηρητικά στη βιομηχανία τροφίμων για παράδειγμα ή να βοηθήσουν σε συνδυασμό με άλλες τροφές να βγει μια φυτική χρωστική για παράδειγμα, τη στιγμή που είναι ευρέως γνωστό ότι η επιβλαβής η χρήση χρωστικών, αφού εμπεριέχουν χημικές ουσίες”. Παράλληλα, όπως είπε η ίδια “στο πλαίσιο της έρευνας, κάνουμε πειράματα συναπόσταξης ειδών, και είμαστε στην φάση ανάπτυξης προϊόντων που θα χρησιμοποιηθούν είτε ως πρώτη ύλη στις βιομηχανίες, είτε θα αξιοποιηθεί από την εταιρεία μας για την ανάπτυξη δικού της προϊόντος. Βγάλαμε τον ύσσωπο, ένα φυτό από την οικογένεια δεντρολίβανου και βρήκαμε ενδιαφέροντα πράγματα για τον εκχύλισμά του, το οποίο δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήσουμε. Μας ενδιαφέρουν τα συμπληρώματα διατροφής, κοιτάμε να βγάλουμε φυσικό συμπλήρωμα χωρίς τεχνητές ουσίες”.
Τριετές συμβόλαιο με αμερικανική εταιρεία “τρέχει” η Vessel
Πρόσκληση σε Έλληνες παραγωγούς λεβάντας να συμβαδίσουν με την “Vessel” και στο πλαίσιο συμβολαιακής γεωργίας, με τιμή 60 ευρώ/κιλό να ανταποκριθούν “μαζί” στο τριετές συμβόλαιο της εταιρείας, με αμερικανικό διανομέα αιθέριων ελαίων, ύψους 800.000 ευρώ, απηύθυνε ο χημικός μηχανικός του αποστακτήριο αρωματικών φυτών, Βασίλης Βαρσάμης.
Χωρίς να αποκαλύψει την επωνυμία του αμερικανικού διανομέα αιθέριων ελαίων, ο κ. Βαρσάμης, επισήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: “η συμφωνία μας αφορά στην απορρόφηση 12 τόνων ελαίου λεβάντας, σε βάθος τριών χρόνων. Η αμερικανική εταιρεία, ήθελε να κλείσουμε 10ετές συμβόλαιο και να απορροφήσει μεγαλύτερες ποσότητες. Ομως, επειδή θέλουμε να είμαστε συνεπείς στις δουλειές μας, το οριστικοποιήσαμε στα τρέχοντα νούμερα. ‘Αλλωστε μπορούμε στη συνέχεια να το επεκτείνουμε το συμβόλαιό μας”.
H Vessel Essential Oils αποτελεί μία πρότυπη Ελληνική εταιρία απόσταξης αρωματικών φυτών προς παραγωγή αιθερίων ελαίων και όπως τόνισε κ. Βαρσάμης, το κόστος της επένδυσης για το στήσιμο της μονάδας, διαμορφώνεται σήμερα στις 600.000 ευρώ, ενώ παράγονται και διακινούνται, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, 22.500 λίτρα αιθέριων ελαίων. Η εταιρεία συνεργάζεται σήμερα με περισσότερους από 100 παραγωγούς, ενώ βάζει λεβάντα σε 600 στρέμματα, που θα αποδώσουν τρεις τόνους στα επόμενα δύο χρόνια.
Ερωτηθείς για το πόσο εύκολο ήταν το “στήσιμο” της εταιρείας εν έτει 2015, στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, ο κ. Βαρσάμης απάντησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: “στο στήσιμο της εταιρείες βοήθησε το καλό όνομα του πατέρα, που πριν την Vessel είχε βαφείο υφασμάτων. Το όνομά του και η καλή του φήμη και η αξιοπιστία, μας έδωσε τη δυνατότητα άνθρωποι της αγοράς να μας εμπιστευτούν και να μας πιστώσουν για δύο και τρία χρόνια”.
Αναφορικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις, ο κ. Βαρσάμης, σημείωσε: “χρειάζεται πολύ τρέξιμο και σκληρή δουλειά προσωπική. Πρέπει να συναντάς από κοντά τους εν δυνάμει πελάτες σου και να είσαι αξιόπιστος, αλλά και συνεπής στις συμφωνίες που κάνεις. Μετά, όλα παίρνουν το δρόμο τους”.

πηγή

Αφήστε μια απάντηση