Ο ορισμος Game-Based Learning (GBL) προήλθε από την έρευνα παιχνιδιών
στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και από τη δεκαετία του 1980 οι μελετητές ξεκίνησαν την έρευνα και την πρακτική της ενσωμάτωσης
των παιχνιδιών στη διδασκαλία.
Με τη διάδοση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και τον μετασχηματισμό των εκπαιδευτικών εννοιών,
οι άνθρωποι άρχισαν σταδιακά να αποδέχονται τα παιχνίδια ως εργαλεία μάθησης (Seaborn και Fels, 2015).
Το GBL αναφέρεται στην εφαρμογή παιχνιδιών ή σχετικών στοιχείων, εννοιών,
μηχανισμών ή σχεδίων στη μάθηση (Deterding et al., 2011), που είναι ένας τρόπος μελέτης που ενσωματώνει εκπαιδευτικά παιχνίδια
στη σχολική διδασκαλία και στην αυτορυθμιζόμενη μάθηση.
Ως αποτέλεσμα, οι εκπαιδευόμενοι μπορούν να αποκτήσουν μαθησιακές εμπειρίες
ενώ κατακτούν γνώσεις και δεξιότητες.
Η παιχνιδοκεντρική μάθηση χαρακτηρίζεται από την ενσωμάτωση των στοιχείων του παιχνιδιού, όπως η ανταγωνιστικότητα, ο σκοπός, και η δομή του παιχνιδιού, σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα για την προώθηση της μάθησης και της συμμετοχής (Deterding et al., 2011).
Έρευνες:
-
- Σύμφωνα με τη μελέτη των Gee (2003), η παιχνιδοκεντρική μάθηση μπορεί να βελτιώσει την ικανότητα των μαθητών να κατανοούν πολύπλοκα προβλήματα και να αναπτύσσουν κριτική σκέψη.
- Σύμφωνα με έρευνα του Wouters et al. (2013), η παιχνιδοκεντρική μάθηση ενθαρρύνει την ενεργό συμμετοχή, την επίλυση προβλημάτων, και τη δημιουργική σκέψη.
- Η έρευνα του Steinkuehler & Duncan (2008) επισημαίνει την θετική σχέση μεταξύ της παιχνιδοκεντρικής μάθησης και της κοινωνικής διάστασης της μάθησης, καθώς οι μαθητές συνεργάζονται και αλληλεπιδρούν μέσω των παιχνιδιών.
Αυτές οι αναφορές παρέχουν μια εικόνα του πώς ορίζεται και ερευνάται η παιχνιδοκεντρική μάθηση, υπογραμμίζοντας τη σημασία της ως ενεργού, ενδιαφέρουσας και αποτελεσματικής προσέγγισης στην εκπαίδευση.